Έλξη, πόθος, έρωτας, αγάπη. Αν θεωρήσουμε υπεραπλουστευτικά ότι αυτά είναι τα βασικά συναισθήματα που υπάρχουν στις ερωτικές σχέσεις, τότε σε ποια σειρά μπορούν να μπουν τα παραπάνω σε βάθος χρόνου και τι κύκλους κάνουν; Αρκούν αυτά για τη διατήρηση μιας μακροχρόνιας ερωτικής σχέσης; Μπορούν να συνυπάρξουν η επιθυμία, το πάθος και η αγάπη; Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται προσπάθεια; Μήπως συμβιβασμοί; Κατανόηση; Και, πώς γεννιέται η επιθυμία και κυρίως πώς διατηρείται; Τέλος πάντων, τι χρειάζεται για να διατηρηθεί μια ερωτική σχέση; Μπορούμε να επιθυμούμε αυτό που ήδη έχουμε; Και πώς γίνεται κάτι, θεωρητικά «απαγορευμένο», να μας ιντριγκάρει ερωτικά;
Η επιθυμία αποτελεί την έκφραση της ατομικότητάς μας, της ταυτότητάς μας, των επιλογών μας. Στη σύγχρονη εποχή και κυρίως, στις ατομικιστικές κοινωνίες που ζούμε, η επιθυμία βρίσκεται στο επίκεντρο, αποτελεί στόχο και κεντρική ιδέα. Αν παρατηρήσουμε εξελικτικά το είδος μας, ίσως τώρα να προσπαθούμε να βιώσουμε για πρώτη φορά τη σεξουαλικότητά μας, όχι με μοναδικό στόχο την αναπαραγωγή και τη διαιώνιση του είδους. Οι αναπαραστάσεις που συνόδευαν το κοινωνικό μας φύλο αμφισβητούνται ή καλύτερα, επαναπροσδιορίζονται. Αρκεί να ανατρέξουμε στο παρελθόν των παππούδων και των γιαγιάδων μας για να δούμε ότι ο έρωτας και η επιθυμία, αν και φυσικά υπήρχαν, δεν ήταν η προϋπόθεση για τη διατήρηση μιας μακροχρόνιας σχέσης. Αντίθετα, το ζητούμενο της σύγχρονης εποχής είναι σεξ που να αντέχει στο χρόνο με στόχο την απόλαυση και τη σύνδεση, στοιχεία τα οποία έχουν ως βάση την επιθυμία.
Προϋπόθεση για τη διατήρηση της επιθυμίας σε μία σταθερή σχέση, σύμφωνα με την ψυχοθεραπεύτρια Esther Perel, είναι η συμφιλίωση δύο βασικών ανθρώπινων αναγκών:
- Της ανάγκης για ασφάλεια, προβλεψιμότητα, μονιμότητα, αξιοπιστία (στοιχεία που αποτελούν το «σπιτικό»)
- Της ανάγκης για την περιπέτεια, το άγνωστο, το καινούριο, την έκπληξη (στοιχεία που αποτελούν αυτό που λέμε «για την εμπειρία/το ταξίδι»)
Επομένως, ενώ μέχρι πριν λίγα χρόνια μια μακροχρόνια σχέση ήταν ένας δια βίου συνεταιρισμός με στόχο τα παιδιά, την εξασφάλιση, τη διαδοχή και τη συντροφικότητα, στο σήμερα, από τ@ σύντροφό μας αναζητούμε κάποια από τα παραπάνω συν το πάθος, τη φλόγα, το άγνωστο. Για να μελετήσει λοιπόν η Esther Perel την επιθυμία, ρώτησε ανθρώπους σε πάνω από 20 χώρες πότε αισθάνονται να έλκονται περισσότερο από τους συντρόφους τους (όχι μόνο σεξουαλικά). Οι απαντήσεις που έλαβε κατηγοριοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες:
Στην πρώτη ομάδα οι απαντήσεις συνοψίζονται ως εξής: «Ποθώ περισσότερο τ@ σύντροφό μου όταν είναι μακριά, όταν είμαστε χώρια, όταν ξανασυναντιόμαστε.» Αυτό που υπονοείται εν προκειμένω είναι ότι ελκύομαι περισσότερο από τ@ σύντροφό μου όταν έρχομαι ξανά σε επαφή με την ικανότητά μου να φαντάζομαι τον εαυτό μου με αυτ@, όταν η φαντασία επανέρχεται στο προσκήνιο, και ριζώνεται στην απουσία και την προσμονή, που είναι βασικά στοιχεία της επιθυμίας.
Στη δεύτερη ομάδα οι απαντήσεις συνοψίζονται ως εξής: «Επιθυμώ περισσότερο τ@ σύντροφό μου όταν τον βλέπω στο στούντιο, όταν βρίσκεται επί σκηνής, όταν είναι στο στοιχείο του, όταν κάνει κάτι με το οποίο παθιάζεται, όταν τον βλέπω να μαγεύει τα πλήθη σε ένα πάρτι, όταν τραβά επάνω της τα βλέμματα.» Η αυτοπεποίθηση και η αυτάρκεια είναι ίσως ο βασικότερος λόγος επιθυμίας για όλους. Η απόσταση και ο χώρος φαίνεται να εγείρουν τη επιθυμία στην προκειμένη περίπτωση. Κι ενώ η αυτάρκεια εξάπτει την επιθυμία, η φροντίδα υποδηλώνει την αγάπη. Έτσι, η φροντίδα, η σταθερότητα και η αγάπη καταλήγουν να είναι ένα ισχυρό αντι-αφροδισιακό.
Στην τρίτη ομάδα οι απαντήσεις συνοψίζονται ως εξής: «Όταν με εκπλήσσει, όταν γελάμε παρέα.» Κυρίως συμβαίνει όταν υπάρχει κάτι νέο. Αυτό όμως δεν αφορά νέες ερωτικές στάσεις. Δεν είναι ένα ρεπερτόριο τεχνικών. Αφορά λοιπόν στην καινοτομία, σε νέα κομμάτια αυτοαποκάλυψης.
Σε συνέχεια των ερευνών της, η Perel άρχισε να θέτει τις εξής ερωτήσεις:
«Καταπνίγω τον εαυτό μου όταν…»
«Καταπνίγω τις επιθυμίες μου όταν…»
Κι ο κόσμος απαντούσε: «Καταπνίγω τον εαυτό μου όταν αισθάνομαι νεκρός εσωτερικά, όταν δεν μου αρέσει το κορμί μου, όταν αισθάνομαι γριά, όταν δεν έχω χρόνο για τον εαυτό μου, όταν δεν έχω καν την ευκαιρία να σε ρωτήσω, όταν δεν αποδίδω στη δουλειά, όταν έχω μικρή αυτοεκτίμηση, όταν δεν νιώθω την προσωπική μου αξία, όταν δεν αισθάνομαι πως έχω το δικαίωμα να θέλω, να παίρνω, να εισπράττω ευχαρίστηση».
Έπειτα, ρώτησε την αντίθετη ερώτηση. «Ερεθίζομαι όταν…» επειδή συνήθως οι άνθρωποι θέλουν να λένε: «Εσύ με ερεθίζεις, τι με ερεθίζει» και οι ίδιοι μένουν εκτός. Παρατήρησε λοιπόν ότι οι περισσότεροι ερεθιζόμαστε τη νύχτα από τα ίδια πράγματα που μας απωθούν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Άλλωστε, ο ερωτικός εγκέφαλος δεν είναι ιδιαίτερα πολιτικά ορθός. Στο μυαλό μας συμβαίνουν πράγματα που δεν ξέρουμε πώς να τα μοιραστούμε με το άτομο που αγαπάμε, επειδή νομίζουμε πως η αγάπη είναι ανιδιοτελής, ενώ στην πραγματικότητα η επιθυμία έρχεται με μια δόση ιδιοτέλειας με την καλύτερη έννοια της λέξης: τη δυνατότητα να παραμείνουμε συνδεδεμένοι με τον εαυτό μας υπό την παρουσία του άλλου.
Συμπερασματικά, το παράδοξο μεταξύ αγάπης και επιθυμίας αφορά στο ότι τα ίδια υλικά που τροφοδοτούν την αγάπη -αμοιβαιότητα, ανταπόδοση, προστασία, έγνοια, ευθύνη για τον άλλον- καμιά φορά είναι αυτά που καταπνίγουν την επιθυμία. Κι αυτό γιατί η επιθυμία συνοδεύεται από μια σειρά συναισθημάτων που δεν είναι πάντα ό,τι καλύτερο για την αγάπη: ζήλια, κτητικότητα, επιθετικότητα, δύναμη, κυριαρχία, σκανταλιά, αταξία.
Η ανάγκη να συμφιλιώσουμε τις δύο ομάδες αναγκών, είναι εγγενής.
Τι γίνεται λοιπόν αν θέλουμε να διατηρήσουμε την επιθυμία; Η υπευθυνότητα και η επιθυμία φαίνεται πως δεν ταιριάζουν, δεν πάνε καλά μαζί. Τα ερωτικά ζευγάρια που μένουν μαζί μακροχρόνια καταλαβαίνουν ότι το πάθος έρχεται και φεύγει. Ξέρουν όμως πως ν’ αναστήσουν το πάθος. Ξέρουν πώς να επαναφέρουν και το ξέρουν επειδή έχουν απομυθοποιήσει έναν μεγάλο μύθο: ότι το πάθος έρχεται αυθόρμητα, ως «μάννα εξ ουρανού» κι επειδή γνωρίζουν πως ό,τι είναι να συμβεί σε μια μακροχρόνια σχέση, έχει συμβεί ήδη.
Πηγή: