Το “Midnight express” του 1978 είναι μια ταινία (που κυκλοφόρησε έπειτα από το ομώνυμο βιβλίο) που δύσκολα μπορεί κανείς να την κατατάξει μόνο σε μία κατηγορία. Αποτελεί ένα κράμα, δράματος, βιογραφίας, ψυχολογικού θρίλερ ταινίας, το οποίο σου προκαλεί δυνατά συναισθήματα.
Η ιστορία του Billy Hayes είναι μια αληθινή ιστορία/μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία ο Billy συνελήφθη στην Τουρκία το 1970 και φυλακίστηκε τελικά με την κατηγορία ότι επιχείρησε να “περάσει” παράνομα χασίς από την Τουρκία (όπου και βρισκόταν) στις ΗΠΑ. Καταδικάστηκε αρχικά σε φυλάκιση τριών έως πέντε ετών, αλλά στη συνέχεια οι τουρκικές αρχές αποφάσισαν να τον δικάσουν για μια πιο σοβαρή κατηγορία, προς παραδειγματισμό για αντίστοιχες μελλοντικές πράξεις μεταξύ Τουρκίας ΗΠΑ, που εκείνη την περίοδο ήταν εν μέσω πολιτικών διενέξεων. Η νέα, βάρβαρη ποινή ήταν σχεδόν ισόβια κάθειρξη διάρκειας 30 ετών.
Ο Hayes δραπέτευσε από τη φυλακή, έφυγε από τα σύνορα στην Ελλάδα και οι εμπειρίες του μεταφέρθηκαν σε ένα μπεστ σέλερ. Δύο χρόνια αργότερα ήρθε το «Midnight Express», βασισμένο στο βιβλίο του, με πρωταγωνιστή τον Brad Davis να υποδύεται έναν εγωκεντρικό και παρορμητικό Β. Hayes και μεταφράζοντας την ιστορία σε ένα παθιασμένο παιχνίδι βίας, παράνοιας, σεξουαλικής αναζήτησης, ηθικής και αγανάκτησης.
Όταν ο Hayes, μόλις 54 ημέρες πριν από την υποσχεθείσα ελευθερία του, τιμωρείται με νέα ποινή 30 ετών, στέκεται στην αποβάθρα των φυλακισμένων και παραδίδει έναν ισχυρό λόγο κατά της Τουρκίας και του λαού της. Συγκεκριμένα, φώναξε, “ένα έθνος χοίρων “. Σίγουρα όχι και η καλύτερη στιγμή για να πει κάτι τέτοιο… Και παρόλο που ο Hayes είχε μια μεγάλη ατυχία, πρέπει να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι ο ίδιος αποφάσισε, τελικά, με τη δική του ελεύθερη βούληση να επιχειρήσει λαθρεμπόριο χασίς, και έτσι έμπλεξε με το άδικο και διεφθαρμένο τουρκικό νομικό σύστημα, μια σύμβαση στην οποία βρισκόταν για να κερδίσει αλλά εν τέλει να χάσει πολλά.
Είναι δύσκολο λοιπόν να αισθανθεί κάποιος οίκτο για τον Billy . Ρίσκαρε και έχασε. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να νιώσουμε την ειρωνεία ως προς την αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπισε η το τουρκικό δικαστήριο τον πρωταγωνιστή. Κι αυτό γιατί, η τουρκική οικονομία ενισχυόταν από την καλλιέργεια της παπαρούνας (οπίου), ενισχύοντας ακόμα και σήμερα το παγκόσμιο εμπόριο ηρωίνης.
Ο Hayes έχει πολύ χρόνο να σκεφτεί αυτήν την ειρωνεία, κατά τη διάρκεια μιας φυλάκισης που τροφοδοτεί το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Τα χρόνια του στη φυλακή φαίνονται εκπληκτικά από τον σκηνοθέτη της ταινίας, Alan Parker, του οποίου η τελευταία ταινία ήταν το συναρπαστικά περίεργο “Bugsy Malone”, στο οποίο ένα καστ παιδιών υποδύονταν τους γκάνγκστερς.
Οι σκηνές των φυλακών είναι βαριές, γεμάτες συναισθήματα και ωμή βία, ενορχηστρωμένες από έναν βάναυσο φύλακα του οποίου η ειδικότητα είναι να χτυπά τους κρατούμενους στα πέλματα των ποδιών τους. Το μεγάλο έγκλημα εντός της φυλακής φαίνεται να είναι ο μη σεβασμός στους φύλακές, ενώ την ίδια στιγμή η κατάχρηση ναρκωτικών, η μαύρη αγορά και η σεξουαλικός ρατσισμός αντιμετωπίζονται με μεγάλη καλοήθεια.
Ο Parker καταφέρνει να κάνει τη φυλακή να φανεί σαν έναν πλήρη, λειτουργικό, “στρογγυλεμένο” μικρόκοσμο. Η καλλιτεχνική τάση της ταινίας είναι ιδιαίτερα καλή στην αναδημιουργία του κόσμου, όπως στη σκηνή όπου ο Hayes και οι φίλοι του προσπαθούν να ξεφύγουν από μια παλιά δεξαμενή. Επίσης βλέπουμε “οράματα” από την κόλαση, όπως σε μια σκηνή στο σανατόριο όπου οι τρόφιμοι περιστρέφονται γύρω από έναν πέτρινο στύλο, μια μορφή αιώνιας καταδίκης. Η ταινία δημιουργεί την ατμόσφαιρα του τρόμου με μαγικό τρόπο, με αποτέλεσμα το αίσθημα συμπόνιας για όλα όσα πέρασε ο ήρωας και μας αφήνει να συλλογιστούμε αντίστοιχες καταστάσεις διαφθοράς του συστήματος όπου άλλοι άνθρωποι ενδεχομένως να βρέθηκαν και απλά να μην έφταναν ποτέ στο φως, όπως η συγκεκριμένη ιστορία.
*Να σημειωθεί επίσης πως εκτός από τα συναισθήματα, τις δυνατές εικόνες και την ατμόσφαιρα, το παζλ έρχεται να συμπληρώσει η τρομερή μουσική υπόκρουση, με φανταστικά soundtrack από τον Giorgio Moroder.
Προσωπικά την λάτρεψα και με ταξίδεψε επιτυχώς σε μια παλαιότερη εποχή που δεν είχα καν γεννηθεί. Είχα πολλά χρόνια να την δω (και αρχικά λόγο της μικρής ηλικίας μου δεν είχα καταλάβει και πολλά, συνεπώς δεν μου είχε κάνει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση) και ουσιαστικά τώρα μπορω να πω πως την κατάλαβα πλήρως. Αν θα έπρεπε να τη βαθμολογήσω, θα έβαζα ένα γενναιόδωρο 8,5/10.